Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

σίγουρος (βέβαιος)

         
assured

         

Ερμηνεία:

Αυτός που έχει ασαφάλεια, αυτός που είναι σίγουρος ή έχει αυτοπεποίθηση, ο δικαιούχος, ο ασφαλισμένος



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Quality Assured Characterization of Stem Cells for Safety in Banking for Clinical Application. 

Conducting Assured Nonclinical Studies in the Pharmaceutical Industry: Good Laboratory Practice (GLP) Study, GLP Inspection, and Standards for Assurance]. 

Generic medicines--can quality be assured?

 


Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρική Διοίκηση: